-
1 металл
το μέταλλ/οнаплавлять - γεμίζω με -, ηλεκτροκολλώ με --тяжёлый - хим. βαρύ -чёрные - ы μαύρα - α, ευτελή - αРусско-греческий словарь научных и технических терминов > металл
-
2 украшение
-я ουδ.στολισμός, εξωραϊσμός-διακόσμιση•украшение цветами ανθοστόλισμα, επάνθι-ση•
украшение венком επίστεψη, επιστεφάνωμα•
украшение флагами σημαιοστολισμός•
украшение картинами εικονοστολισμός•
украшение вокруг περικόσμηση•
украшение вышивкой διακέντηση, ξόμπλιασμα.
(κυρλξ. κ. μτφ.)• στολίδι, κόσμημα•лочные -я στολίδια του χριστουγεννιάτικου δέντρου•
драгоценные -я πολύτιμα στολίδια.
-
3 металл
металл м το μέταλλο· драгоценные \металлы τα πολύτιμα (или ευγενή) μέταλλα* * *мτο μέταλλοдрагоце́нные мета́ллы — τα πολύτιμα ( или ευγενή) μέταλλα
-
4 класс
-а α.1. τάξη•рабочий класс εργατική τάξη•
буржуазный класс αστική τάξη•
класс эксплуататоров η τάξη των εκμεταλλευτών•
господствующий класс η κυρίαρχη τάξη•
борьбе -ов πάλη των τάξεων.
|| υποδιαίρεση•класс млекопитающих η τάξη των θηλαστικών•
класс земноводных η τάξη των αμφιβίων•
класс двудольных растений η τάξη των δικοτυλήδόνων φυτών.
|| κατηγορία• θέση•вагон третьего -а βαγόνι, τρίτης κατηγορίας•
билет первого -а εισιτήριο πρώτης θέσης.
2. σχολική υποδιαίρεση•ученик пятого -а μαθητής της πέμπτης τάξης.
|| αίθουσα διδασκαλίας•ученики вышли из -а οι μαθητές βγήκαν από την τάξη.
|| παλ. το μάθημα, η ώρα του μαθήματος•класс кончился το μάθημα τέλειωσε.
|| πλθ. -ы είδος παιγνιδιού.3. ποιότητα• κατηγορία•драгоценные камни первого -а πολύτιμα πετράδια πρώτης τάξης.
|| βαθμίδα•водитель 1-го -а οδηγός 1-ς κατηγορίας.
|| υψηλό επίπεδο•показать класс δείχνω το υψηλό επίπεδο (μεγάλη ανάπτυξη).
-
5 металл
-а α.μέταλλο•цветные -ы έγχρωμα μέταλλα•
драгоценные -ы τα πολύτιμα μέταλλα•
благородный металл ευγενές ή πολύτιμο μέταλλο.
εκφρ.презренный металл – (αστ.) παλιοχρήματα, παλιοπαράδες.